Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὄμμα, τὸ


Ερμηνεία:

[οφθαλμός, μάτι, ματιά, βλέμμα] ]βλ. όργια] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) το ὄμμα, του ὄματος < ὁρώ, παρακ. ὅπωπα, Καινή ΔιαθήκηΜατθ.20,34, Μαρκ. 8,23]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

[... εἰς τὸ μματοῦ Κριτο, τοῦ ΠαλαιοῦἩμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ  ...] [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: